- μασητήρας
- ο (Α μασητήρ, -ῆρος)αυτός που ενεργεί κατά τη μάσηση («μασητήρας μυς» — μυς τής παρειάς που συμβάλλει στην κίνηση τής κάτω γνάθου).[ΕΤΥΜΟΛ. < μασῶ + επίθημα -τήρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασητῆρας — μασητήρ chewer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μασητήριος — α, ο [μασητήρας] 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μάσηση 2. φρ. α) «μασητήριοι μύες» οι γραμμωτοί μύες τού προσώπου, κροταφίτης, μασητήρας, έσω και έξω πτερυγοειδής, με τους οποίους συντελείται η μάσηση β) «μασητήριο νεύρο» κλάδος τού… … Dictionary of Greek